- σιργιανίζω
- και σιργιανώ Νβλ. σεργιανίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιργιανίζω — βλ. σεργιανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεργιανίζω — και σιργιανίζω και σεργιανώ, άω και σεριανώ, άω και σιργιανώ, άω, Ν [σεργιάνι / σιργιάνι] 1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο 2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τόν πηγαίνω περίπατο … Dictionary of Greek